Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Προδημοσίευση: "Το χάρισμα της Βέρθας", Φωτεινή Τσαλίκογλου (Καστανιώτης)

25/06/2010 http://www.protagon.gr/

Το νέο βιβλίο της Φωτεινής Τσαλίκογλου "Το χάρισμα της Βέρθας", κυκλοφορεί τη Δευτέρα 28/6/2010, από τις εκδόσεις Καστανιώτη.


Η Βέρθα ζει και μεγαλώνει σε μια ανήσυχη πόλη. Μια πόλη που φοβάται τον εαυτό της και ονειρεύεται μια άλλη ζωή για τους προγόνους και τα παιδιά της. Ο αιφνίδιος θάνατος του μικρού της αδελφού τινάζει στον αέρα όλες τις ισορροπίες. Όμως ο θάνατος αυτός λειτουργεί ως καταλύτης. Με αφετηρία την απώλεια η νεαρή ηρωίδα μεταμορφώνεται. Γίνεται θεραπεύτρια του πόνου της μητέρας της, εξοικειώνεται με την τερατώδη πλευρά του ανθρώπινου και παραδίδεται σε έναν παράξενο έρωτα. Το κορίτσι αυτό έχει ένα μαγικό χάρισμα: μαντεύει αυτό που θα γίνει στο μέλλον και συγκρατεί στη μνήμη του πράγματα από καιρό ξεχασμένα.
Η κυρία Μιράζ, η δασκάλα ζωγραφικής στο σχολείο, φέρνει τη Bέρθα σε επαφή με ένα ισχυρό αντίδοτο: την τέχνη και τις παράξενες ζωές των ζωγράφων. Ο Μπαλτίς, ο Κάσπαρ Φρίντριχ, ο Μαγκρίτ, ο Καραβάτζιο, η Αλοΐζ, ο Ντάργκερ έρχονται να μεταμορφώσουν τη ζωή και την πόλη της.


Προδημοσίευση: Ο ερωτευμένος πατέρας



Τον είδα σκυμμένο πάνω στο τηλέφωνο. Μιλούσε ψιθυριστά. Απόγευμα και κόντευε να βραδιάσει.
-Μου έλειψες. Τόσο πολύ. Αργεί να περάσει η ώρα. Μέχρι αύριο. Στο ίδιο μέρος. Στις πέντε. Ναι, Όλα καλά; Πες μου πως όλα καλά.

Μετά σκύβει κι άλλο. Η φωνή του μόλις που ακούγεται «αύριο…μην αργήσεις στις πέντε ακριβώς, δεν μπορώ να περιμένω»


Κλείνει το ακουστικό. Η Βέρθα βιάζεται να απομακρυνθεί. Τρέχει στο δωμάτιο της. Ξαπλώνει στο κρεβάτι και σκεπάζεται με την κίτρινη ζακέτα. Η Μαλίνα κουλουριάζεται στα πόδια της. Ο πατέρας της έχει φιλενάδα. Θα την δει σε λίγες ώρες. Δεν αντέχει να περιμένει. Πως ακριβώς είναι να μην αντέχεις μέχρις ότου δεις αυτόν που επιθυμείς; Ο πατέρας της έχει ερωμένη. Δεν του κρατά κακία. Ζει με μια νεκρή. Κάπως πρέπει να φροντίσει τις επιθυμίες του. Δεν του ρίχνει άδικο. Είναι ακόμα νέος. Κι είναι ακόμα όμορφος ο πατέρας της. Ποια να είναι; Πόσο ερωτευμένος να είναι μαζί της; Πόσο καιρό; Από πότε; Από τότε; Θα μπορούσε να ήταν και από πριν. Πριν από το γεγονός. Γιατί όχι; Οι άνθρωποι γοητεύονται από την απιστία. Θα μπορούσε να ήταν μια παλιά ερωμένη, ένας έρωτας που είχε από παλιά, και τον συντηρεί όπως συντηρείς ένα παλιό εικόνισμα για να σε προστατεύει από κάθε κακό. Ακόμα κι αν ήταν από παλιά, από παιδί, ακόμα κι αν ήταν η κρυφή του παιδική αγάπη, δεν είναι να απορείς.
Να μπει στο δωμάτιο της να της το φωνάξει κατάμουτρα, «ανασηκώσου, βγες από την ακινησία, κάνε κάτι, ο άνδρας σου σε απατά, κάνε κάτι, εσύ μόνον φταις, εσύ και η θλίψη σου. Είσαι εδώ και σαπίζεις κι εκείνος σχεδιάζει τρόπους απόδρασης και ζωής. Αύριο θα είναι μαζί της, σε λίγες ώρες θα χορταίνει από αυτά που δεν έχεις να του δώσεις.» Βυθίζεται σε έναν ύπνο δίχως όνειρα. Ξυπνά και νοιώθει μια άγνωστη για κείνον τρυφερότητα. Θέλει να τον δει να αγκαλιάζει μια άλλη γυναίκα. Να δει το σώμα του να ριγεί. Να τον δει έξω από αυτό το σπίτι της σιωπής και της σκόνης και της υγρασία, το σπίτι της Ευανθίας και της βουβής θλίψης. Να τον δει στον έρωτα. Όχι δεν τον αδικεί. Η ζωή έχει τα δίκια της.

Aγαπητή μητέρα

Θα διαβάσεις ποτέ αυτό το γράμμα; Ποιος θα μας πει αυτό που θα γίνει; Ο μπαμπάς έχει ερωμένη. Έτσι νόμιζα στην αρχή. Πάντα στην αρχή νομίζεις κάτι άλλο από αυτό που εν τέλει συμβαίνει. Γράφω. Για να πλησιάσω αυτό το άλλο που εν τέλει συμβαίνει. Ένας άνδρας που κοιμάται στον καναπέ κι αφήνει ανέγγιχτο το κρεβάτι και το σώμα της γυναίκας του δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε σύζυγος. Ίσως να μην είναι και αυτό που εννοούμε όταν λέμε «πατέρας». Όμως αυτό που συμβαίνει δεν είναι χωρίς λόγο και αφορμή. Όταν κατάλαβα πως έχει ερωμένη δεν ένοιωσα έκπληξη, είπα- «είναι η δική του απάντηση στο θάνατο». Ίσως και να χάρηκα γι’αυτόν μαμά. Η ζωή έχει τα δίκια της.



Φρόντισα να τον ακολουθήσω. Ποια ήταν; Πως είναι να είσαι ερωμένη ενός άνδρα που πενθεί; Η επιθυμία να μάθω με κυρίευσε. Έκανα τον ντέτεκτιβ και τον παρακολούθησα. Έχω τρεις μέρες να πάω σχολείο μαμά. Κατάφερα να μάθω. Δεν ήταν δύσκολο. Δεν πήρε προφυλάξεις. Είχε την αθωότητα μικρού παιδιού στην απιστία του. Δεν έσβησε τον αριθμό τηλεφώνου, δεν χαμήλωσε τη φωνή του όταν πλησίαζα, δεν κοίταξε πίσω του όταν πήγαινε στο ραντεβού. Ένας μόνος άνθρωπος ήτανε. Δεν λογάριαζε ότι κάποιος θα ενδιαφερθεί για τις κινήσεις του.

Όταν είδα δεν πίστεψα τα μάτια μου. Κάποιο λάθος, κάνετε θέλησα να φωνάξω.


Σε ποιόν όμως. Ήμουν μόνη μου και λίγα μέτρα πιο πέρα τον περίμενε εκείνος. Η ερωμένη ήταν ένας άνδρας. Έβλεπα μόνο την πλάτη του. Το πουκάμισο, το παντελόνι του. Ξέρω πως δεν ξαφνιάζεσαι με τίποτα και πως αυτό είναι κομμάτι της αρρώστιας σου. Δεν υπάρχει έκπληξη. Όμως εγώ έμεινα άφωνη. Ο πατέρας μου, μια αδελφή. Πέρασε το χέρι του στον ώμο του άνδρα, κι όταν εκείνος γύρισε το κεφάλι του είδα πως ήταν ένα νεαρό αγόρι. Δεν θα ήταν πάνω από 13 χρονών.
Ο πατέρας μου σε κρυφό ραντεβού με ένα αγόρι! Τι είναι πιο φρικτό; Αυτό που είδα ή το γεγονός ότι παραμένεις απαθής; Ότι δεν ταράζεσαι; Τίποτα λοιπόν δεν είναι ικανό να σε ανησυχήσει. Ο άνδρας σου με ένα νεαρό αγόρι, Όταν το είδα, μια τρύπα άνοιξε μέσα στο κεφάλι μου κι είπα μέσα εκεί να χωθώ και να χαθώ. Να γίνω αυτή η τρύπα.
Μέσα στο κεφάλι μου ένα δένδρο, ένας καθρέφτης, ένα μαχαίρι. Βλέπω την εικόνα μου. Δεν υπάρχουν ιδέες. Εικόνες μόνο, απτές χειροπιαστές εικόνες. Απομακρύνονται. Τους ακολουθώ. Είμαι ένα δένδρο, ένας καθρέφτης, ένα μαχαίρι που τους ακολουθεί.
Το αγόρι δεν μου είναι άγνωστο. Κάτι αμυδρά μου θυμίζει. Μπαίνουν σε μια καφετέρια. Στέκομαι απ’ έξω. Είναι η τζαμαρία θολή όμως τους βλέπω. Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών, διώχνω το φως, κολλάω το πρόσωπο μου στο τζάμι. Βλέπω. Το αγόρι ανοίγει τη σάκα του βγάζει ένα βιβλίο. Αφήνει το βιβλίο πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού. Ανασηκώνομαι κι άλλο, Βάζω τα χέρια μου να φύγουν οι σκιές στο θολό τζάμι. Διακρίνω τον τίτλο του βιβλίου. Διαβάζω «Στοιχεία φυσικής» Καίσαρας Αλεξόπουλος. Πρώτη λυκείου. Ο πατέρας φέρνει λίγο πιο κοντά την καρέκλα του στο τραπέζι. Το αγόρι ανοίγει το βιβλίο. Διαβάζει. Το γκαρσόνι δίχως να τους ρωτήσει φέρνει καφέ και τσάι. Ο καφές είναι τούρκικος, το τσάι έχει άρωμα βανίλιας. Το αγόρι πίνει αργά το τσάι κι αφοσιώνεται στο διάβασμα. Ο πατέρας καπνίζει. Μοιάζει κάτι παραπάνω από όλος εκεί, γι’ αυτή την ανάγνωση, γι’ αυτή τη σκηνή. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Μισή, μια ώρα, δυο ώρες, Μένω εκεί. Τα χέρια μου μουδιάζουν, τα μάτια μου πονάνε, τα πόδια μου λυγίζουν. Θέλω να ξαποστάσω. Αν καθίσω στο πεζούλι θα τους χάσω από τα μάτια μου. Αν τους χάσω από τα μάτια μου πως θα ξέρω ότι η σκηνή είναι αληθινή; Αντέχω ακόμα. Κάποια στιγμή το αγόρι κλείνει το βιβλίο. Κοιτάζει το ρολόι του. Χαμογελά στον πατέρα. Διαβάζω στα χείλη του, τη λέξη «διάβασα κύριε» ο πατέρας βγάζει από την τσέπη το πορτοφόλι του. Το ανοίγει. Δίνει στο αγόρι ένα χαρτονόμισμα. Το αγόρι λέει «ευχαριστω». Σηκώνεται. Φεύγει. Έφυγε. Περνάει από δίπλα μου δίχως να με προσέξει. Κάτι μου θυμίζει αυτό το αγόρι. Ο πατέρας μένει λίγο ακόμα. Φωνάζει τον σερβιτόρο. Πληρώνει τον καφέ και το τσάι.
Σηκώνεται. Δεν φεύγω. Θέλω να με δει. Με βλέπει. Αναταράζεται. Το μόνο που δεν περίμενε. Εμένα. Εκεί, Το ξάφνιασμα είναι για τους ζωντανούς μαμά.


-Εσύ εδώ;

Κανείς μας δεν μιλά για ώρα μένουμε έτσι ο ένας απέναντι στον άλλον. Βουβοί. Άφωνοι. Ποιος από τους δυο μας είναι πιο τρομαγμένος; Ποιος νοιώθει τη μεγαλύτερη ντροπή; Δεν ξέρω. Με παίρνει στην αγκαλιά του.



-Αναγνώρισες αυτό το αγόρι;

Είναι ο Ανδρέας Ακάδημος ο αδελφός της Αλισον. Θυμάσαι την Αλισον; Θυμάσαι τα γενέθλια; Που να θυμάσαι. Πάνε δώδεκα χρόνια. Αν ζούσε ο Ιωακείμ θα ήσαν τώρα συμμαθητές. Θα διάβαζαν μαζί Φυσική. Ο Ανδρέας θα γίνει φυσικός. Θα σπουδάσει έξω. Σε δύο χρόνια θα τελειώσει το σχολείο. Τον βλέπω μια φορά την εβδομάδα εδώ. Τον πληρώνω. Του δίνω χρήματα για να είμαι κοντά του και να τον βλέπω να διαβάζει.

Σταμάτησε να μιλά. Με κοίταξε…



-Τώρα γνωρίζεις τι κάνουν οι άνθρωποι με τη θλίψη τους. είπε. Κι αναλύθηκε σε λυγμούς

Ήταν επτά η ώρα. Είχε αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι.

«Είμαι κουρασμένη» του είπα

«Θέλω να γυρίσω σπίτι»

Γυρίσαμε μαζί. Αμίλητοι. Κοιμάσαι. Κοιμάσαι από νωρίς πια. Αύριο είναι Παρασκευή. Μετά από τρεις μέρες απουσίας θα πάω σχολείο. Από την ίδια πάντα διαδρομή.


Το όνειρο της μητέρας
-Ονειρεύτηκα

-Τι όνειρο είδες;

-Πως ήμουν εγώ

-Μετά;

-Koίταξα στον καθρέφτη

-Τι είδες;

-Δεν υπήρχε τίποτα να δω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου