Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Η Ελληνική οικογένεια στο ντιβάνι




ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ (spapa@enet.gr)

Σαράντα πέντε χρόνια ψυχαναλυτής, από τους πιο περιζήτητους στην Αθήνα κι από τους πιο αναγνωρίσιμους τελευταία χάρη στις τηλεοπτικές του εμφανίσεις, ο Ματθαίος Γιωσαφάτ, τόσο από τα διαβάσματά του όσο και από την κλινική του εμπειρία, έχει πια πειστεί: «Η ψυχανάλυση», ισχυρίζεται, «δεν είναι θρησκεία, δεν εξηγεί τα πάντα, έχει πολλά σκοτεινά και αντιφατικά στοιχεία, αλλά είναι η μόνη θεωρία κι επιστήμη που εξηγεί τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, κίνητρα που έχουν τα αίτιά τους στον ασυνείδητο ψυχικό κόσμο του βρέφους, του παιδιού, του ενήλικα».


Αυτός ο κρυμμένος κόσμος ήταν που πρόσφερε και στον ίδιο τα κλειδιά για να κατανοήσει βαθύτερα και τον εαυτό του και την ανθρώπινη περιπέτεια, κι απ' αυτόν αντλεί το υλικό για το νέο του βιβλίο «Μεγαλώνοντας μέσα στην ελληνική οικογένεια» (εκδ. Αρμός).


Τι ρόλο παίζουν οι γονείς στο μεγάλωμα του παιδιού τους; Ποια είναι τα σοβαρότερα λάθη που μπορεί να κάνουν, ακόμα κι όταν εμφορούνται από τις καλύτερες των προθέσεων; Και σε ποιο βαθμό η συμπεριφορά τους καθορίζεται από τα όσα έχουν βιώσει και οι ίδιοι στην πιο τρυφερή τους ηλικία; Συνδυάζοντας την ψυχαναλυτική προσέγγιση με τα νεότερα δεδομένα των νευροεπιστημών, ο Γιωσαφάτ έδωσε τον περασμένο χρόνο τέσσερις σχετικές διαλέξεις στον «Αρμό», φροντίζοντας να λύσει όσο το δυνατόν περισσότερες από τις απορίες των ακροατών του. Και να που, τώρα, οι παραπάνω διαλέξεις, μαζί με τις ερωταποκρίσεις που τις συνόδευσαν, κυκλοφορούν σ' έναν βατό στον καθένα τόμο που, διαβάζοντάς τον, νιώθεις την επιθυμία να τον χαρίσεις σ' όποιον μεγαλώνει παιδιά, κι ας υπάρχει κίνδυνος να τον... πληγώσεις.


Δεν είναι τυχαίο που ο Γιωσαφάτ, συμμετέχοντας επί δυόμισι δεκαετίες σε επιτροπές του υπουργείου Υγείας με την ιδιότητα του παιδοψυχίατρου, έχει αγωνιστεί για να δίνεται στις εργαζόμενες, του δημόσιου τομέα τουλάχιστον, ένας χρόνος άδειας μητρότητας μετ' αποδοχών. Ο πρώτος χρόνος θεωρείται ο σημαντικότερος όλων, τονίζει. Στη διάρκειά του καθορίζεται η προσωπικότητα του ανθρώπου, καθώς και οι πιθανότητες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, να είναι κάπως ευτυχισμένος σ' αυτή τη ζωή. Ομως, τα βρέφη πλέουν σε μια «θάλασσα». Τους πρώτους τέσσερις μήνες της ύπαρξής τους είναι σε σύγχυση, δεν έχουν αίσθηση εαυτού, ούτε αίσθηση ατομικότητας, γεγονός που τους δημιουργεί «φόβους αφανισμού», «άγχος θανάτου». Εχουν λοιπόν ανάγκη κάπου να προσκολληθούν. Κι είναι ακριβώς τα χάδια πάνω στο δέρμα τους -στο «σύνορό» τους με τον έξω κόσμο- που τα βοηθά να συνειδητοποιήσουν ότι κι αυτά κάπου αρχίζουν και κάπου τελειώνουν, δημιουργώντας τους ένα σχετικό αίσθημα ασφάλειας.


Σ' αυτό το κρίσιμο στάδιο «της ανακάλυψης του κόσμου, της γλώσσας του σώματος, των αισθημάτων, της ευχαρίστησης», η τροφή, τα χάδια, οι αγκαλιές, τα γλυκόλογα, όλα, σύμφωνα με τον Γιωσαφάτ, πρέπει να δίνονται στο μωρό από ένα, το ίδιο πάντα, πρόσωπο -κατά προτίμηση από τη μητέρα του. Κι αν κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο πρακτικά, ας δίνονται από τη Φιλιππινέζα, τη γιαγιά, τη θεία, τον πατέρα του. Το θέμα είναι να μην εναλλάσσονται οι «φροντιστές», παρατείνοντας τη σύγχυση. Τα βρέφη με τις πολλές «μητέρες» έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να καταλήξουν κάποτε στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, φορτωμένα με άγχος, πανικούς και φοβίες. Κι αν κάποια ανάμεσά τους γίνονται πολύ επιθετικά, οργισμένοι «καπετάν φασαρίες» έτοιμοι να συγκρουστούν με κάθε μορφή εξουσίας, κάποια άλλα κλείνονται στο κουκούλι τους για τα καλά, ανήμπορα ν' αναπτύξουν σχέσεις εμπιστοσύνης, επιρρεπή στην εξάρτηση από πλαστούς παραδείσους.


Εκλαϊκεύοντας τον επιστημονικό του λόγο, ο συνιδρυτής της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, διατρέχει τα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του παιδιού από τη σύλληψή του κιόλας ώς τα πέντε του χρόνια, κι αναλύει την κάθε φάση χωριστά -«στοματική», «πρωκτική», «σεξουαλική, οιδιποδειακή»- δίνοντας το περίγραμμα της επιθυμητής γονεϊκής συμπεριφοράς σε κάθε μια τους. Οπως διαβάζουμε, «οι νέοι γονείς μπερδεύονται με την ανώτερη σοφία των γονιών τους. Ακόμα κι αν δεν την βλέπουν σωστή, δεν μπορούν να την αλλάξουν εύκολα, την έχουν ενδοβάλει ήδη σχεδόν αναγκαστικά». Για να προκύψει όμως ένα «ώριμο, χαρούμενο παιδί» αντί γι' «αναρχικό» ή «υποτακτικό», πρέπει να του τίθενται και κάποια όρια, ελαστικά και ταιριαστά με την ηλικία του, ώστε να οχυρώνεται σιγά σιγά απέναντι στις ματαιώσεις που θα γνωρίζει καθώς μεγαλώνει.


Παρά τον τίτλο του, το βιβλίο παρεμπιπιπτόντως αναφέρεται στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικογένειας. Ωστόσο, η ερμηνεία του Γιωσαφάτ για την ασφυκτική σχέση που διατηρούσε, ιδίως παλιότερα, η «συνηθισμένη» ελληνίδα μάνα με το γιο της, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, μιας και πίσω από τον στερεότυπο αυτό δεσμό ο ίδιος εντοπίζει όχι περίσσευμα αλλά έλλειμμα αγάπης. Οπως υποστηρίζει, ζώντας η γυναίκα μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία και υφιστάμενη ακόμα και ξυλοδαρμούς από τον σύζυγό της, στο πρόσωπο του γιου της αναγνώριζε τον μοναδικό της προστάτη, αυτόν που θα τη γηροκομούσε. Φρόντιζε λοιπόν να τον έχει του χεριού της...

Πόσο ώριμοι είναι άραγε οι σημερινοί Νεοέλληνες στο ζήτημα των σχέσεων; «Οσο πιο υπανάπτυκτη είναι μια χώρα», λέει ο Γιωσαφάτ, «τόσο πιο ανώριμοι και οι άνθρωποί της. Εξω είχα δει πολλά ζευγάρια να αγαπιούνται πραγματικά, εδώ πολύ λιγότερα. Εδώ μιλάμε γι' αγάπη, όλα τα τραγούδια είναι γι' αγάπη και κανένας δεν αγαπάει τον άλλον. Είμαστε εγωκεντρικός λαός, ο καθένας κοιτάει τον εαυτό του, δεν μπορούμε να δουλέψουμε ομαδικά». Ενώ σ' ένα άλλο σημείο του βιβλίου του επισημαίνει: «Παρ' όλο που του "Ελληνος ο τράχηλος ζυγούς δεν υπομένει", αφότου υπάρχουμε με ζυγό ζούσαμε. Είναι η πρώτη περίοδος που έχουμε πιο αυτόνομη, ώριμη και δημοκρατική ζωή. Είχαμε καθεστώτα που ήταν αυταρχικά, και εν μέρει είναι ακόμα. Η Ελλάδα είναι μια χώρα υποταγμένη ως προς πολλά. Γι' αυτό μιλάμε συνέχεια για δημοκρατία, γιατί δεν υπάρχει σε μας καμιά σχέση με τις εκτός Ελλάδας αναπτυγμένες δημοκρατίες. Και μια αντίδραση σ' αυτό είναι η αναρχικότητα που καθορίζει ένα τμήμα του πληθυσμού»...7