Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Οικογένεια, η σύγχρονη οδύσσεια

Robin Skynner and John Cleese, Οικογένεια, η σύγχρονη οδύσσεια.


Εκδ. Κέδρος, 1989


Συγγραφείς του βιβλίου είναι ο Ρ. Σκίνερ, οικογενειακός θεραπευτής με ψυχοδυναμικό θεωρητικό υπόβαθρο και συγγραφέας, πρωτοπόρος στην ομαδική και οικογενειακή θεραπεία και ο Τζ. Κλιζ, μια πολυδιάστατη προσωπικότητα που διέπρεψε ως κωμικός ηθοποιός και σεναριογράφος.

Ο Κλιζ υπήρξε θεραπευόμενος του Σκίνερ, όταν ο πρώτος ξεκίνησε ομαδική ψυχοθεραπεία με αφορμή τα επαναλαμβανόμενα ψυχοσωματικά συμπτώματα που παρουσίαζε. Λόγω αυτής της σχέσης το βιβλίο έχει ένα παραπάνω ενδιαφέρον, αν και σε πολλά σημεία οι ρόλοι εναλλάσσονται προσφέροντας μια πολύ αυθεντική συνομιλία για θέματα που αφορούν στη λειτουργία και λειτουργικότητα των οικογενειών.
Με άλλα λόγια, ανάλογα με την καρέκλα στην οποία πρωτοκάθισαν, μοιάζει να λένε τα ίδια πράγματα.

Το βιβλίο ξεκινάει με την αμφισβήτησης της ελευθερίας του ατόμου ως προς την επιλογή συντρόφου και η βαθιά έλξη που νοιώθουν οι άνθρωποι, που ζευγαρώνουν, νοηματοδοτείται από την ψυχολογική ομοιότητα που έχουν λόγω οικογενειακού υπόβαθρου. .

Σύμφωνα με τον Χένρι Ντικς, οι γάμοι γίνονται για τρεις λόγους, κοινωνικούς, προσωπικούς ή λόγω ασύνειδων έλξεων. Αυτές οι τελευταίες «ενεργοποιούνται» με κάποια σινιάλα που εκπέμπει ο καθένας μας. Τα σινιάλα μεταδίδονται από τη γλώσσα του σώματος, και από τις καθ’ έξιν συγκινήσεις που προέρχονται από τα συνηθισμένα μας συναισθήματα. Κάθε οικογενειακός κώδικας επιβάλει το μοίρασμα ίδιων οικείων συναισθηματικών καταστάσεων. Έτσι, άνθρωποι με παρόμοιους οικογενειακούς κώδικες έχουν μια συγγένεια πριν καν παντρευτούν και γι αυτό και παντρεύονται.

Αυτό βέβαια μπορεί να σημαίνει ότι παρουσιάζουν και παρόμοιες δυσκολίες στην ίδια φάση ανάπτυξης. Σε κάθε φάση ανάπτυξης το άτομο καλείται να πάρει κάποια μαθήματα, όπως είναι η παροχή και απολαβή φροντίδας, η αυτοπειθαρχία, το μοίρασμα και η διεκδικητικότητα, η επικοινωνία με το άλλο φύλο και η απόκτηση ανεξαρτησίας από τους γονείς.

Εάν σε κάποια από τις φάσεις ανάπτυξης το άτομο δεν εξελιχθεί επαρκώς, τότε καλείται να το αναπληρώσει αργότερα υποκαθιστώντας αυτό το μάθημα με μια άλλη εμπειρία. Η δυσλειτουργία ξεκινάει όταν το άτομο αρνείται την έλλειψή του, λόγω ντροπής κυρίως για την αποτυχία αυτή, και έτσι δεν αναζητάει την υποκατάστατη εμπειρία που θα προωθήσει την εξέλιξή του. Η φρουδική έννοια της απώθησης λόγω τραύματος, μοιάζει στον Σκίνερ με χολυγουντιανό σενάριο και ο ίδιος πρεσβεύει ότι η διαδικασία είναι πολύ πιο αργή και βαθμιαία και επαναλαμβανόμενη. Το τελευταίο ταιριάζει πολύ με τις θεωρίες για τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς και σχετίζεσθαι που εγκαθιδρύουν τα συναισθήματα και τα κληροδοτούν και στις επόμενες γενιές.

Στις περιπτώσεις ζευγαριών που έχουν «χάσει» τα ίδια στάδια ανάπτυξης είναι και ίδια τα συναισθήματα που κουκουλώνονται και κρύβονται πίσω από το παραπέτασμα. Αναπόφευκτα όμως, το παραπέτασμα κάποια στιγμή σηκώνεται. Σε περιπτώσεις κούρασης, αρρώστιας ή μέθης το συναίσθημα ξεφεύγει με διάφορες «απρεπείς» μορφές και δρα ανεξέλεγκτα, εφόσον δεν βρισκόμαστε σε επαφή μαζί του.

Η προσπάθεια να κρατηθούν τα συναισθήματα κρυφά απαιτεί ενέργεια που κάνει το άτομο επιφυλακτικό και επιρρεπές σε ψυχοσωματικές ασθένειες. Όλα τα συναισθήματα επιτελούν μια χρήσιμη λειτουργία για την ισορροπία του ατόμου η οποία διαταράσσεται όταν κάποιο ή κάποια απ’ αυτά μένουν κρυμμένα. Το αποτέλεσμα που έχει αυτό είναι να ξεσπάνε πολλές φορές ανεξέλεγκτα με καταστροφικές συνέπειες για το άτομο που αδυνατεί να τα αξιοποιήσει προς όφελός του.

Μια βασική διαφορά του Σκίνερ με τη φροϋδική θεωρία είναι ότι για το Φρόιντ η απώθηση είναι μια ασυνείδητη διαδικασία ενώ για τον Σκίνερ, είναι μια ενεργή και σκόπιμη διαδικασία που συντονίζεται και συντηρείται απ’ όλη την οικογένεια. Το ερώτημα για μένα, είναι πόσο εύκολα αλλάζει αυτό σε μια οικογένεια όταν είναι ο μόνος τρόπος που ξέρει και μάλιστα το χρησιμοποιεί για την προστασία της, έχει δηλαδή καλό σκοπό.

Μια εκλαϊκευτική εξήγηση των συγγραφέων για την έλξη μεταξύ των συντρόφων είναι η εξής. Οι άνθρωποι που ζευγαρώνουν έχουν χάσει το ίδιο στάδιο στην ανάπτυξή τους, αντιμετωπίζουν τις ίδιες δυσκολίες στη διαχείριση των συναισθημάτων τους, χρησιμοποιούν το ίδιο παραπέτασμα για να τα καλύψουν ενώ παράλληλα κοινά συναισθήματα και συμπεριφορές έχουν στην πρόσοψή τους. Επίσης, αποδοκιμάζουν τα ίδια συναισθήματα που αποτελούν ταμπού, γιατί έτσι έχουν μάθει να κάνουν.

Παρόλα αυτά όμως, έχουν τόσο ενδιαφέρον όσο και τρόμο για το τι κρύβουν άρα και για το τι κρύβει ο σύντροφός τους. Η ανάγκη αγάπης στην οικογένεια και η ανάγκη για προσωπική ολοκλήρωση δημιουργούν την ελπίδα ότι μέσω του συντρόφου θα επανακτηθούν τα χαμένα κομμάτια του εαυτού. Κριτήριο για την πορεία της σχέσης τους αποτελεί η ετοιμότητά τους να κοιτάξουν πίσω από το παραπέτασμα. Αυτό θα ορίσει και τον τύπο του γάμου που θα έχουν.

Οι τύποι γάμων που περιγράφονται είναι α) οι ευτυχισμένοι γάμοι, υπάρχει ανοχή για ό,τι κρύβει το παραπέτασμα, τα άτομα είναι πιο ελεύθερα και ανοιχτά στην ωρίμανση, την ανάπτυξη και την αλλαγή. β) οι συγκρουσιακοί, όπου υπάρχουν πολλά απωθημένα και αδυναμία παραδοχής ότι δεν πάει καλά κάτι. Μη ανοχή στην κριτική, ευθιξία και ένας φαύλος κύκλος μίσους – πικρίας, ενδέχεται και η σωματική βία. Χαρακτηριστικός γάμος τέτοιου τύπου περιγράφεται στο θεατρικό «ποιος φοβάται την Β. Γουλφ». Η θεραπευτική παρέμβαση σε τέτοια ζευγάρια είναι συνήθως μικρής εμβέλειας γιατί η προοπτική της αποκάλυψης φαντάζει οδυνηρή οπότε και θα διακόψουν εάν πιεστούν. Γ) μέση κατηγορία γάμων, όπου βοηθάει ο ένας τον άλλον να κρύβεται. Παρέχει ασφάλεια αλλά και βάλτωμα στη σχέση. Η δυσκολία προκύπτει όταν ο ένας εκ των δύο εκφράσει τη δυσαρέσκειά του και ανατρέψει την επισφαλή ισορροπία. Παράδειγμα τέτοιου γάμου είναι στο «κουκλόσπιτο» του Ίψεν. Η θεραπευτική παρέμβαση σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί να βοηθήσει ώστε να καθησυχαστεί το ζευγάρι για την φυσιολογικότητα του συμβολαίου τους, να συνειδητοποιήσει τις ανάγκες του και να αναδείξει τις αντίθετες πλευρές του και τους τρόπους κάλυψης των αναγκών και των δύο πλευρών.

Υγιέστεροι θεωρούνται οι γάμοι όπου εκφράζονται ανοιχτά όλα τα συναισθήματα και είναι πρόθυμοι για αλλαγή.
Η αποτύπωση του κόσμου όπως τον ξέρει και ορίζει η κάθε οικογένεια, μπορεί να καταγραφεί σ’ ένα συμβολικό χάρτη. Η διαδικασία αλλαγής από ένα χάρτη σε ένα άλλο προϋποθέτει προσαρμογή, απαιτεί ενέργεια και δημιουργεί άγχος. Για την καλύτερη διαχείριση της αλλαγής, ο καθένας χρειάζεται α) προστασία από τις καθημερινές απαιτήσεις ώστε να ηρεμεί, β) πληροφορίες που καθησυχάζουν την αγωνία και γ) συναισθηματική υποστήριξη.

Η πρώτη αλλαγή στην ζωή του ενήλικου ατόμου έρχεται με τον γάμο αλλά η μεγαλύτερη και πλέον απαιτητική, με την γέννηση του πρώτου παιδιού. Η αλλαγή αυτή απαιτεί τεράστια προσαρμογή καθώς οι ισορροπίες αλλάζουν άρδην και το μωρό απαιτεί όλη την αγάπη των γονιών τους, εξαντλώντας εύκολα τα αποθέματα. Στο καλό σενάριο, η φροντίδα της μητέρας απευθύνεται στο μωρό, του πατέρα στην μητέρα και οι φίλοι της οικογένειας φροντίζουν τον πατέρα. Το κυρίαρχο συναίσθημα του πατέρα είναι της παραμέλησης και της μητέρας του διχασμού.

Ο Γκάτμαν περιγράφει αυτήν την περίοδο ως συναγερμό των γονιών και τη γέννηση ως επιστράτευση. Μεταξύ άλλων, η γέννηση του παιδιού καλεί το ανδρόγυνο να αναλάβει και τους αντίστοιχους ρόλους του άντρα και της γυναίκας. Κάτι που μάλλον σε επίπεδο στερεοτύπων αλλά και πρακτικής είναι πλέον πολύ ρευστό.

Η αλλαγή βιώνεται και από την πλευρά του μωρού βεβαίως, το οποίο είναι απόλυτα εξαρτημένο από την μητέρα που μπορεί να του προσφέρει την ηρεμία ώστε να ανακτήσει την ισορροπία του, όταν αυτό ταράζεται. Ο τρόπος που έχει η μητέρα να προσφέρει αυτά στο παιδί της είναι η επαφή με τα δικά της βρεφικά και νηπιακά συναισθήματα ώστε να συντονιστεί μαζί του και να μπορεί να ανταποκρίνεται σε αυτό.

Έτσι το παιδί θα μπορέσει ν’ αποκτήσει αυτοπεποίθηση και να εξερευνήσει τον κόσμο. Να χαράξει το δικό του χάρτη, το περίγραμμα του εαυτού του. Το παιδί αρχίζει από αυτό που δεν είναι για ν’ ανακαλύψει ότι ο υπόλοιπος κόσμος είναι η μαμά του. Το μόνο που ξέρει είναι ότι όλα έχουν σχέση μαζί του. Δεν ξεχωρίζει τα εσωτερικά από τα εξωτερικά μηνύματα. Η μαμά είναι η δική του προέκταση. Σταδιακά, και όταν η μαμά δεν κάνει εκείνο που της ζητάει, ανακαλύπτει και χαράζει τα όρια του εαυτού του και του περιβάλλοντός του. Μοιραία η μάνα δεν ανταποκρίνεται πάντα και αυτό φέρνει μια ισορροπία μεταξύ της απογοήτευσης από την πραγματικότητα και της συναισθηματικής συμπαράστασης. Αυτό θυμίζει την έννοια της αρκετά καλής μαμάς του Γουίνικοτ.

Το πρώτο πλήγμα για το βρέφος έρχεται όταν ανακαλύψει ότι δεν είναι παντοδύναμο. Αυτό είναι όμως που θα το οδηγήσει στο να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του. Η μητέρα μπορεί να το βοηθήσει σε αυτό, απαλύνοντάς του το άγχος και με το να γίνει ο καθρέφτης του μωρού.

Όταν η μητέρα δεν μπορεί να ανταποκριθεί γιατί η αναδρομή στο παρελθόν την πληγώνει, δεν μπορεί να ταυτιστεί συναισθηματικά με το παιδί και να εδραιώσει σχέση μαζί του. Η έλλειψη συντονισμού μεταξύ μητέρας και παιδιού οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο απογοήτευσης. (αυτό παρουσιάζεται γλαφυρά στο βιβλίο του Κράμερ, «επάγγελμα μωρό»).

Σε αυτήν την περίπτωση, ακολουθείται η αντίστροφη διαδικασία και το μωρό προσαρμόζεται στη συναισθηματική κατάσταση της μητέρας του. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σ’ ένα πρόωρο μεγάλωμα του παιδιού (κι ότι αυτό μπορεί να σημαίνει, χαρακτηριστικός ο ρόλος του «γονεικού παιδιού») ή εάν δεν τα καταφέρει, σε απογοήτευση η οποία σε ακραίες μορφές το οδηγεί μέχρι και στην άρνηση της ύπαρξης του εαυτού του και των άλλων.

Στην καλή εκδοχή, που ο συντονισμός στις ανάγκες του μωρού επιτελείται από τη μητέρα, το παιδί με ανεπτυγμένη αυτοπεποίθηση, μαθαίνει τον εαυτό του και το περιβάλλον του και μ’ ένα δικό του πλέον χάρτη, μπορεί να χωριστεί από την μητέρα (5-6 μηνών). Αλλιώς, τα όρια παραμένουν ακαθόριστα κι αυτό αν μη τι άλλο είναι τρομακτικό για το παιδί. Η ασάφεια των ορίων στο παιδί προϋποθέτει ασάφεια των ορίων και στη μητέρα ή στον πατέρα ή και στους δύο. Η θεραπευτική παρέμβαση σε τέτοιες περιπτώσεις επιβάλει τη σαφή χάραξη ορίων με το παράδειγμα του θεραπευτή, της θεραπευτικής σχέσης αλλά και με συμπαράσταση, όπως κάνει μια επαρκής μητέρα.

Κατά το δεύτερο εξάμηνο ανάπτυξης του παιδιού, η μητέρα γίνεται αντιληπτή ως σύνολο και στο πρόσωπό της μπορούν να ενταχθούν τόσο τα καλά όσο και τα κακά χαρακτηριστικά, συναισθήματα και συμπεριφορές.

Σε αυτήν την περίοδο, θα περάσει τα στάδια χωρισμού ξεκινώντας από τη διαμαρτυρία, στην απελπισία και τελικά στην αποξένωση. Η τελική ανεξαρτησία του μωρού θα του προσφέρει τα εφόδια ώστε να μπορέσει να φροντίσει τον εαυτό του σαν μητέρα. Η αρκετά καλή μητέρα ξέρει πότε να σταματήσει να ανταποκρίνεται απόλυτα στο μωρό και παράλληλα να φροντίζει και τον εαυτό της. Μια στερημένη μητέρα δυσκολεύεται ν’ αφήσει το μωρό της λόγω ενοχών και λόγω μοναδικής τροφοδότησης από εκείνο. Σε αυτήν την περίοδο χρειάζεται πηγές συμπαράστασης και τροφοδότησης έξω από αυτήν τη σχέση.

Η στάση τη μητέρας ως προς τη ζωή μπορεί να καθορίσει και την αντίστοιχη στάση του παιδιού. Το θαρραλέο παιδί έχει μια μητέρα που αναγνωρίζει και ικανοποιεί τις ανάγκες της ενώ το κλειστό και καταθλιπτικό παιδί υπονοεί μια στερημένη μάνα που αδυνατεί να ικανοποιήσει τον εαυτό της και προσηλώνεται στον άλλον.

Έχει ενδιαφέρον ο διαχωρισμός που κάνει ο Σκίνερ μεταξύ θλίψης και κατάθλιψης. Η θλίψη αναγνωρίζεται ως ένα υγιές συναίσθημα ενώ η κατάθλιψη αποσκοπεί στην αποφυγή βίωσης του συναισθήματος της θλίψης και την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης. Η θεραπευτική παρέμβαση σε τέτοιες περιπτώσεις συνίσταται στην επαφή της οικογένειας με το συναίσθημα της θλίψης.

Επίσης ενδιαφέρον έχει ο ρόλος του πατέρα, ο οποίος σύμφωνα με τον Σκινερ και όχι μόνο, βγαίνει ενεργά στο προσκήνιο μετά τον πρώτο χρόνο ζωής του παιδιού. Ο πατέρας οφείλει να διεκδικήσει την σύζυγό του και να βοηθήσει στον αποχωρισμό μητέρα – παιδιού και παράλληλα να βοηθήσει το παιδί να εξερευνήσει τον κόσμο. Χρειάζεται να γίνει η γέφυρα για το παιδί, μεταξύ μητέρας και κόσμου. Η βασική συμμαχία σε υγιείς οικογένειες είναι μεταξύ των γονιών και όχι τριγωνοποιώντας τα παιδιά.

Ξεχωριστό κεφάλαιο αφιερώνεται στην διαμόρφωση της σεξουαλικής ταυτότητας του ατόμου, παράλληλα με το ρόλο που παίζει η σεξουαλική δραστηριότητα των γονιών στο ζευγάρι και στην οικογένεια. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι το σεξ προκαλεί αμηχανία στους γονείς πρώτον γιατί αποτελεί έναν εμφανή αποκλεισμό από την ιδιαίτερη σχέση των γονιών, δεύτερον γιατί το παιδί απομακρύνεται (κυρίως από την μητέρα) χάρη κάποιου άλλου (συνήθως του πατέρα) και τρίτον γιατί υπάρχουν φυσιολογικά σεξουαλικά συναισθήματα μεταξύ γονιών και παιδιών, τα οποία στις ακραίες τους μορφές οδηγούν από την απόλυτη παγερότητα έως την αιμομιξία.

Τα ορόσημα στην ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του ατόμου είναι τα εξής:

- μέχρι 2.5 χρονών, εδραίωση σεξουαλικής ταυτότητας,
- 3-6, ρομαντική προσκόλληση,
- 6-12 λανθάνουσα περίοδος,
  12- … εφηβεία.

Μέσα από το βιβλίο..

"- Η θεραπεία χρειάζεται χρόνο γιατί η βελτίωση σε κάνει να νοιώθεις άσχημα.


- Θα μου φαινόταν πολύ περίεργο αν ένας άνθρωπος, πραγματικά υγιής, ενδιαφερόταν ν’ αναλάβει μια τέτοια δουλειά.


- Μπήκα στο επάγγελμά μου για να βοηθήσω όχι μόνο τους άλλους μα και τον εαυτό μου...και μπορεί... να μου το έβαλε ως αποστολή η οικογένειά μου, να σώσω κι αυτήν.


- Οφείλουμε ν’ αφήσουμε τους γονείς μας, δηλαδή να μην τους τριγυρίζουμε περιμένοντας να μας δώσουν κάτι ακόμα.


- Όλα τα προβλήματα που μας προκαλούν τους περισσότερους πονοκεφάλους, βρίσκονται στην φαντασία μας.


-  Πραγματική επιτυχία στην θεραπεία: ξεκινάει ο θεραπευόμενος να ενδιαφέρεται για το σκοπό και το νόημα της ζωής."

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Εφηβεία. Ταυτότητα ή σύγχυση ρόλων.

«…Η εφηβεία είναι η περίοδος όπου ο έφηβος αγωνίζεται να διαμορφώσει μια δική του ταυτότητα και να μην υιοθετήσει αυτή που του δίνουν οι γονείς του και η κοινωνία. Το κύριο χαρακτηριστικό των εφήβων είναι η έλλειψη συμβιβασμού. Αυτό τους δίνει την ώθηση να είναι «αληθινοί» και να μην αποδέχονται «ψευδείς λύσεις»...» Winnicott.



Οι ταχύτατες αλλαγές στο βιοσωματικό, το νοητικό και τον ψυχολογικό εαυτό που συμβαίνουν στην εφηβεία δημιουργούν την ανάγκη για ανασυγκρότηση του εφήβου και για διαμόρφωση μιας σταθερής εικόνας για τον εαυτό και ως προς τη μορφή και ως τα ψυχοκοινωνικά και συναισθηματικά χαρακτηριστικά.

Ο έφηβος έχει πλέον την ικανότητα να σκέφτεται με υποθέσεις και πιθανότητες, βλέπει την πραγματικότητα ως μια από τις πολλές άλλες δυνατές καταστάσεις. Είναι σε θέση να οραματίζεται διάφορα και διαφορετικά από τα υπάρχοντα συστήματα. Η κατάκτηση αυτή ωθεί το υπάκουο παιδί της σχολικής ηλικίας να κρίνει τις απόψεις των γονέων του και να εναντιώνεται στις απαιτήσεις τους προβάλλοντας τα δικά του επιχειρήματα. Αυτό τον ωθεί στην εξέταση του μέχρι τώρα τρόπου ζωής που ακολουθούσε και σε νέες επιλογές. Διαμορφώνει την ταυτότητά του ως προς τις βασικές αξίες και αρχές συμπεριφοράς που θα ακολουθήσει στη ζωή του. Παράλληλα, καλείται να επιλέξει σπουδές και επάγγελμα ενώ αναζητάει την σεξουαλική του ταυτότητα.

Βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητας του εφήβου παίζει η επιτυχία ή αποτυχία του στην αντιμετώπιση των αναπτυξιακών κρίσεων των προηγούμενων σταδίων. Έφηβοι οι οποίοι πέρασαν ομαλά τα προηγούμενα στάδια ανάπτυξης έχουν περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσουν ταυτότητα στο στάδιο αυτό.

Βασικά στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν την ταυτότητα είναι το επίπεδο εμπιστοσύνης στον εαυτό, η δέσμευση για κάποιο επάγγελμα, η στάση απέναντι στη θρησκεία και την πολιτική, η άποψη για τον εαυτό ως ενός συγκεκριμένου τύπου προσωπικότητας, η στάση για την εξωτερική εμφάνιση και το ρόλο του φύλου.



Ρόλος των γονέων κατά τη διάρκεια της εφηβείας.



Κύριος ρόλος των γονέων στο στάδιο αυτό είναι να βοηθήσουν το παιδί να αποκτήσει αυτονομία και να διαμορφώσει ταυτότητα.

Στο στάδιο της εφηβείας το παιδί έχει ανάγκη, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο στάδιο, από ένα σταθερό πλαίσιο και από όρια. Χρειάζεται τις σταθερές αρχές, τις αξίες και τους κανόνες που έχουν οι γονείς. Είναι σημαντικό οι αρχές που οι γονείς θέτουν να έχουν νόημα και για τους ίδιους. Για να μπορέσει ο έφηβος να αποκτήσει αυτονομία, είναι σημαντικό να συγκρουστεί με δυνατούς γονείς. Ένας δυνατός πατέρας και μια δυνατή μητέρα δεν κινδυνεύουν να καταρρεύσουν αν τους ανταγωνιστεί.

Αν οι γονείς δεχθούν την κριτική του εφήβου χωρίς να πιστεύουν τις θέσεις του, η τάση για υπερδύναμη και μεγαλομανία επιβεβαιώνεται και αυτό τον αναστατώνει. Με την άκριτη υποχώρηση των γονέων υπάρχει επίσης κίνδυνος να αυξηθούν απειλητικά οι ενοχές του εφήβου για την καταπίεση που ασκεί στους γονείς του.

Από την άλλη πλευρά, αν οι γονείς περάσουν στο αντίθετο άκρο και επιμένουν στις δικές τους θέσεις χωρίς να «ακούν» τις απόψεις του εφήβου, ή αν επιμένουν να τον διατάζουν, τότε προκαλούν μεγαλύτερη αντίδραση και επίθεση. Υπάρχει κίνδυνος, λόγω του έντονου αυταρχισμού των γονέων, ο έφηβος να οδηγηθεί σε αναγκαστική υποταγή.

Και στις δύο περιπτώσεις ο έφηβος βιώνει έντονη ματαίωση, η οποία θα τον οδηγήσει ή σε φυγή ή σε ανοικτή σύγκρουση με τους γονείς και, σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να τους «τιμωρήσει» με το να στραφεί εναντίον του εαυτού του με διάφορους τρόπους: για παράδειγμα, με το να αναπτύξει διάφορα ψυχολογικά προβλήματα, να κάνει χρήση αλκοόλ ή ναρκωτικών ή να ενταχθεί σε διάφορες περιθωριακές ομάδες.

Η κατανόηση της αντίδρασης του εφήβου ως μιας φυσιολογικής μεταβατικής κατάστασης η οποία, παρότι μοιάζει με προσωπική επίθεση, δεν απευθύνεται στο γονέα-πρόσωπο αλλά στο γονέα ως ρόλο, διευκολύνει την αντιμετώπιση τέτοιου είδους προβλημάτων.



Ένας σημαντικός παράγοντας που μπορεί να εμποδίσει την αυτονόμηση των εφήβων είναι τα προβλήματα που υπάρχουν στη σχέση του ζευγαριού ή γενικότερα στη λειτουργία της οικογένειας. Σε περίοδο κρίσης, συχνά η ενότητα της οικογένειας στηρίζεται στην ύπαρξη του παιδιού και στη φροντίδα του. Όταν το παιδί ωριμάσει και τείνει να αυτονομηθεί, ο κύριος σκοπός για τον οποίο το ζευγάρι είναι μαζί παύει να υπάρχει, οπότε απειλείται η διατήρηση της οικογένειας. Το παιδί, που στις περιπτώσεις αυτές αποτελεί το στυλοβάτη της οικογένειας, διαισθάνεται τον κίνδυνο που την απειλεί και «αναβάλλει» την αυτονόμησή του, παραμένοντας στο στάδιο της εξάρτησης της παιδικής ηλικίας. Συχνά, στο κρίσιμο αυτό στάδιο της αποχώρησής τους, οι έφηβοι που ζουν σε οικογένειες με προβλήματα αναπτύσσουν διάφορα συμπτώματα για να διατηρήσουν τη συνοχή της οικογένειας τους.



Πηγή: Βασιλική Παπαδιώτη – Αθανασίου (2000)







Έφη Κουντουράκη

Ψυχοθεραπεύτρια, Σύμβουλος Οικογένειας

Ελ. Βενιζέλου 34, Ν. Σμύρνη

Τηλ. 6937 485148

e-mail: ekountouraki@yahoo.com

www.ekountouraki.blogspot.com

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

O θεραπευτής και το θεραπευτικό σύστημα: Συνήχηση και πέραν αυτής

 Η Ελληνική Εταιρία Συστημικής Θεραπείας Διοργανώνει


Α. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010, 9:30πμ – 17:30μμ



Θέμα: «O θεραπευτής και το θεραπευτικό σύστημα: Συνήχηση και πέραν αυτής»


Εκπαιδευτής– Συντονιστής: Mony Elkaim



Πρόγραμμα

9:30 – 10:00: Εγγραφές – Καφές

10:00 – 13:00: Πρωινή συνεδρία

13:00 – 14:30: Διάλειμμα - Γεύμα

14:30 – 17:30: Απογευματινή συνεδρία- κλείσιμο

Κόστος συμμετοχής : Επαγγελματίες: 50 Ευρώ

Εκπαιδευόμενοι: 40 Ευρώ





Β. ΕΠΟΠΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΕΣ

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010, 10.00πμ – 14.00μμ



Θέμα: “Εποπτεία υπό το φως της συνήχησης”

Εκπαιδευτής – Συντονιστής: Mony Elkaim

Πρόγραμμα

10.00 – 11.30: Πρωινή συνεδρία

11.30 – 12.00: Διάλειμμα

12.00 – 14.00: Μεσημβρινή συνεδρία

Κόστος συμμετοχής1: Επαγγελματίες: 50 Ευρώ



Για όσους παρακολουθήσουν τις συνεδρίες και των δύο ημερών,

το συνολικό κόστος θα είναι 80 ευρώ.

Εκπαιδευτήρια ΔΑΪΣ, Παράδεισος Αμαρουσίου, Αθήνα.

Γλώσσα: Αγγλικά με μετάφραση



Παρακαλούμε δηλώστε έγκαιρα συμμετοχή.

Πληροφορίες – Εγγραφές: Μαλβίνα Τσουνάκη,

Γεν. Γραμματέας Ε.Λ.Ε.ΣΥ.Θ

Τηλ: 210-8080361, email: helesyth@otenet.gr


Λίγα λόγια για τον Mony Elkaim




Ο Mony Elkaim είναι ψυχίατρος, οικογενειακός θεραπευτής και καθηγητής στο Free University στις Βρυξέλλες. Ίδρυσε το 1978 το Ινστιτούτο Μελέτης Οικογένειας και Ανθρώπινων Συστημάτων και το 1990 την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Οικογενειακής Θεραπείας (EFTA), της οποίας υπήρξε πρόεδρος ως το 2001. Από τότε είναι πρόεδρος του Συμβουλίου EFTA - TIC, δηλαδή του Επιμελητηρίου των Εκπαιδευτικών Ινστιτούτων της EFTA. Από το 2007 είναι πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Ψυχοθεραπείας. Είναι συγγραφέας βιβλίων και άρθρων για την οικογενειακή θεραπεία. Το βιβλίο του “Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς” έχει εκδοθεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Κέδρος το 1989.

Ο Mony Elkaim οραματίστηκε την ανάπτυξη της οικογενειακής θεραπείας στην Ευρώπη, συσπείρωσε και συνέδεσε τις δυνάμεις που ήδη υπήρχαν, δηλαδή θεραπευτές και εκπαιδευτικά κέντρα, με σκοπό την συγκρότηση ενός κορμού γνώσεων, προϋποθέσεων, νόμων και κανόνων που θα εδραιώσουν το κύρος και την αποτελεσματικότητα του κλάδου. Τώρα ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Ψυχοθεραπείας συνεχίζει το έργο του να συνδέει άτομα και επιστημονικές εταιρίες διαφορετικών κλάδων ψυχοθεραπείας και διαφορετικών χωρών σε δημιουργικό διάλογο για τη δεοντολογία, την εκπαίδευση και την πρακτική της ψυχοθεραπείας ώστε οι άνθρωποι στην Ευρώπη να βρίσκουν ένα ασφαλές πλαίσιο θεραπείας όταν το χρειάζονται.

Οι δεσμοί του με την Ελλάδα και τους Έλληνες οικογενειακούς θεραπευτές είναι στενοί, αφού από το 1989 έχει πραγματοποιήσει πολλά σεμινάρια.