Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Καταγράφοντας την επαφή με τον Θεό

Ο νευροεπιστήμονας Αντριου Νιούμπεργκ μάς εξηγεί γιατί πιστεύουμε και πώς ο εγκέφαλός μας κατασκευάζει «πραγματικότητες»


Τελικά, υπάρχει λύση στα προβλήματά μας! «Για να διατηρήσετε το πνεύμα σας ανοιχτό και να νιώσετε απόλυτα εναρμονισμένοι με τους γύρω σας», γράφει ο διακεκριμένος νευροεπιστήμονας Αντριου Νιούμπεργκ, «το μόνο που απαιτείται σε νευρολογικό επίπεδο είναι η συνειδητή μείωση της δραστηριότητας στους δύο μετωπιαίους και στους δύο βρεγματικούς λοβούς, καθώς και η αναστολή της στεφανιαίας δραστηριότητας του εγκεφάλου, η οποία σχετίζεται με τον θυμό και τον φόβο». Το πράγμα, δηλαδή, ακούγεται σχετικά απλό!

Ο Αντριου Νιούμπεργκ είναι αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Ραδιολογίας και Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια και λέκτορας στο τμήμα Θεολογίας, έγραψε δε –σε συνεργασία με τον Μαρκ Ρόμπερτ Γουόλντμαν, θεραπευτή και επιστημονικό συνεργάτη στο Κέντρο Πνευματικότητας και Νου του ίδιου πανεπιστημίου– το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Γιατί πιστεύουμε: Πώς η επιστήμη του εγκεφάλου εξηγεί την ανάγκη μας για τον Θεό», το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αβγό. Και αντικείμενό του δεν είναι μόνον η θρησκευτική πίστη, αλλά το πώς συγκροτούνται οι πεποιθήσεις μας μέσα από τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Και φυσικά, κάπου εδώ εγείρεται η πρώτη απορία μας, την οποία απευθύναμε στον διακεκριμένο ερευνητή: Μήπως η «μέτρηση» της θρησκευτικότητας και η ερμηνεία της, από την οπτική της νευρολογίας, οδηγήσει σε εκ νέου αποδόμηση της θρησκείας, η οποία θα συμπαρασύρει και το ηθικό αξιολογικό μας σύστημα; Ή για να το θέσουμε αλλιώς: είναι η επιστήμη σε θέση να κατασκευάσει μια νέα ηθική στη θέση εκείνης που θα καταβαραθρωθεί, αν αποδειχθεί ότι η θρησκευτική πίστη είναι ένα παιχνίδι που απλώς συμβαίνει στον εγκέφαλό μας; «Η επιστήμη συνέβαλε στην αποδυνάμωση κάθε ηθικού συστήματος που βασιζόταν στη θρησκεία», απαντά ο καθηγητής. «Πολλοί στρέφονται στην επιστήμη επειδή νομίζουν ότι παρέχει μια πιο αντικειμενική και λογική προσέγγιση του κόσμου, επομένως και ένα πιο λογικό και αντικειμενικό σύστημα ηθικών αξιών. Παρ’ όλα αυτά, διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις για το αν η επιστήμη παρέχει όντως κάποιο ηθικό σύστημα αξιών. Στην ουσία, αποτελεί ένα εργαλείο μελέτης του κόσμου και ο ρόλος της δεν είναι να κρίνει τι είναι σωστό και τι λάθος. Στην ιδανική της μορφή, η επιστήμη θα έπρεπε να αξιολογεί αν μια ιδέα λειτουργεί σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η εν λόγω ιδέα είναι και ηθικά σωστή».



Στο βιβλίο του ο καθηγητής Νιούμπεργκ υποστηρίζει, χρησιμοποιώντας εκλαϊκευμένη γλώσσα, ότι η αρχιτεκτονική του μυαλού μας είναι τέτοια που «εκ φύσεως» κατασκευάζουμε και πρεσβεύουμε πνευματικές αντιλήψεις. Και η κάθε λογής θρησκευτικότητα είναι η παλαιότερη και πιο κοινή έκφανσή τους. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να πιστεύουμε» και η πίστη μας συνδέεται πρακτικά με την ηθικότητα, οι λειτουργίες της οποίας εδράζονται στους μετωπιαίους λοβούς του εγκεφάλου. Ομως, παραδέχεται ότι τελικά αυτό που βιώνουμε ως ηθικό σύστημα αποτελεί συνδυασμό διδαγμένων πιστεύω, νευρολογικής ανάπτυξης και ομαδικής συναίνεσης. Η λειτουργία της πίστης δηλαδή μπορεί μόνο εν μέρει να αποκρυπτογραφηθεί από τη νευροεπιστήμη. Αλλωστε, όπως αναφέρει στη συνομιλία που είχαμε μαζί του: «Ενα άλλο ζήτημα είναι ότι οι επιστήμονες συνήθως αντιμετωπίζουν κι αυτοί τα ηθικά διλήμματα που στοιχειώνουν κάθε απλό άνθρωπο. Συχνά είναι μικροπρεπείς, ανταγωνιστικοί κι εκδικητικοί. Η καλύτερη προσέγγιση είναι να βρούμε τρόπους να συνδυάσουμε ό, τι καλύτερο έχει να προσφέρει η επιστήμη με ό, τι καλύτερο προσφέρουν οι θρησκευτικές και πνευματικές παραδόσεις».



Η προσευχή του άθεου



Πώς όμως του ήρθε να αναζητήσει τον Θεό; «Δεν θα έλεγα ότι προσπαθώ να προσεγγίσω τον Θεό! Παρ’ όλα αυτά, η έννοια του θείου, της θρησκείας και της πνευματικότητας αγγίζει βαθιά όλα τα ανθρώπινα όντα. Κάθε πολιτισμός, από την εποχή του Νεάντερταλ έως τους Ελληνες φιλοσόφους και τον σύγχρονο άνθρωπο, έχει αναρωτηθεί “γιατί είμαστε εδώ;” “Ποιο είναι το νόημα της ζωής μας;” Είναι φυσικό να καταφεύγουμε σε όλες τις δυνατές προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένης και της επιστημονικής».



Ο καθηγητής Νιούμπεργκ, λοιπόν, απεικόνισε, χρησιμοποιώντας τομογραφία απλού φωτονίου (SPECT), την εγκεφαλική λειτουργία βουδιστών μοναχών πριν και μετά τον διαλογισμό, την προσευχή μιας ομάδας Φραγκισκανών μοναχών, Πεντηκοστιανές γυναίκες σε φάση «πολυγλωσσίας», ακόμα κι έναν δηλωμένο άθεο (ο οποίος πίστευε στις δυνατότητες του εγκεφάλου) που συνήθιζε να αυτοσυγκεντρώνεται χρησιμοποιώντας ασκήσεις αναπνοής. Σε όλους κατέγραψε αυξημένη δραστηριότητα στον προμετωπιαίο φλοιό και μείωση στους βρεγματικούς λοβούς, όπου βρίσκεται το «κέντρο προσανατολισμού» του εγκεφάλου. Συνέβαινε δηλαδή κάτι παρόμοιο με αυτό που στη νευροεπιστήμη ονομάζουν «απώλεια προσαγωγών αισθητικών ερεθισμάτων». Είτε την κατάσταση αυτή την ονομάσουμε σύνδεση με το θείο είτε νευρική παραίσθηση, το σίγουρο είναι πως η πολύχρονη «προπόνηση» του εγκεφάλου μας σε ένα τέτοιο φαινόμενο δημιουργεί μια νέα δομή ενώ, γενικά, συνοδεύεται από αύξηση του επιπέδου σεροτονίνης, η οποία δρα σαν φυσικό αγχολυτικό.



Ο εγκέφαλος έχει την προδιάθεση να απορρίπτει κάθε πιστεύω που έρχεται σε αντίθεση με την ήδη δομημένη κοσμοθεωρία του, γράφει στο βιβλίο του ο δρ Νιούμπεργκ. Ομως, ο άνθρωπος έχει τη βιολογική δύναμη να επιβάλλεται στα καταστροφικά πιστεύω του και να παράγει νέες ιδέες, οι οποίες άλλωστε είναι σε θέση να αλλοιώνουν το νευρικό δίκτυο. Τελικά, είναι οι νευροεπιστήμονες οι φιλόσοφοι της μεταμοντέρνας εποχής; «Είναι δύσκολο να μελετήσεις τον εγκέφαλο», απαντά, «χωρίς να επηρεάζεσαι από το ποιος είσαι, πώς βλέπεις τον κόσμο και το πώς αντιλαμβάνεσαι τη φύση της πραγματικότητας. Γι’ αυτό πολλοί νευροεπιστήμονες επηρεάζονται από τις φιλοσοφικές ιδέες. Στην ουσία όμως, όλες οι επιστήμες έχουν κάτι να προσφέρουν στα μεγάλα ερωτήματα». Τα μεγάλα ερωτήματα! Ποιο είναι το δικό σας υπέρτατο ερώτημα, κύριε καθηγητά; «Για μένα το υπέρτατο ερώτημα είναι το εξής: Πώς ξέρουμε τι είναι αλήθεια; Από εκεί πηγάζουν όλα τα υπόλοιπα»! Και φυσικά, δεν θα μπορούσε να μην τεθεί και το ερώτημα των ορίων της ερμηνείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς από μια τέτοια οπτική. Ποια είναι δηλαδή η επόμενη πρόκληση για τον δρα Νιούμπεργκ; «Θα συνεχίσω να εξερευνώ τις διαφορετικές μορφές θρησκευτικών και πνευματικών πρακτικών και εμπειριών. Σκοπός μου είναι να δημιουργήσω έναν πλήρη χάρτη του γονιδιώματος της θρησκείας (religionomes), ανάλογο με το σύνολο των χρωμοσωμάτων του ανθρώπου. Ετσι θα είχα την ευκαιρία να κατηγοριοποιήσω και να αξιολογήσω τις θρησκευτικές παραδόσεις με βάση τα δεδομένα του τομέα μου, χωρίς να εξαιρέσω, βέβαια, τις φιλοσοφικές απόψεις που υπάρχουν».



Ο ζωντανός τρισδιάστατος κόσμος που αντιλαμβανόμαστε (μέσω των αισθήσεων) είναι στην πραγματικότητα φτιαγμένος από νευροχημικές και νευροηλεκτρικές διεγέρσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν τον «έξω κόσμο» για να κατασκευάσουν μια εικόνα μέσα στο ανθρώπινο μυαλό. Αυτή είναι η βασική αρχή της επιστήμης του εγκεφάλου και αντικείμενό της το πώς εφάπτονται όλα αυτά στον εγκέφαλο. Εκεί όπου όλα είναι έννοιες – κάτι τέτοιο είναι και ο Θεός… Τελικά, δρ Νιούμπεργκ, είστε πιστός – κι αν ναι, σε τι; «Πιστεύω ότι το σύμπαν (άσχετα με το αν περιλαμβάνει τον Θεό ή όχι) θα μας αποκαλυφθεί αν είμαστε προσεκτικοί και επίμονοι όταν το εξερευνούμε. Η παρατήρησή μας, όμως, θα πρέπει είναι πολύμορφη: επιστημονική, φιλοσοφική, πνευματική»!


Του Γιαννη Κολοβου
http://www.kathimerini.gr/

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Η συναισθηματική νοημοσύνη κορυφώνεται μετά τα 60

Η ικανότητα των ανθρώπων να συναισθάνονται και να καταλαβαίνουν την ψυχική κατάσταση των άλλων, κορυφώνεται μετά την ηλικία των 60, σύμφωνα με μια δύο νέες αμερικανικές επιστημονικές έρευνες, που διαπίστωσαν ότι οι μεγαλύτερες γενιές έχουν μεγαλύτερη «συναισθηματική νοημοσύνη» σε σχέση με τις νεότερες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχολογίας Ρόμπερτ Λέβενσον του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας-Μπέρκλεϊ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό «Psychology and Aging», σύμφωνα με τη βρετανική «Τέλεγκραφ», συμπέραναν ότι οι ηλικιωμένοι είναι καλύτεροι στο να βλέπουν τη θετική πλευρά των πραγμάτων, ακόμα και των αρνητικών καταστάσεων, ενώ όσο γερνάνε και πλησιάζει το τέλος της ζωής τους, αναπτύσσουν μεγαλύτερη ικανότητα να νοιάζονται για τους γύρω τους.
«Όλο και περισσότερο, φαίνεται πως το νόημα στην ύστερη φάση της ζωής επικεντρώνεται στις κοινωνικές σχέσεις και στη φροντίδα προς και από τους άλλους», δήλωσε ο Λέβενσον. «Η εξέλιξη φαίνεται πως έχει προσαρμόσει τα νευρικά μας συστήματα, καθώς γερνάμε, με τρόπους που είναι οι πιο κατάλληλοι για αυτές τις διαπροσωπικές και συμπονετικές δραστηριότητες», πρόσθεσε.

Οι επιστήμονες μελέτησαν με ποιο τρόπο διάφορες ομάδες ενηλίκων σε διαφορετικές ηλικίες (μετά τα 20, τα 40 και τα 60 τους) αντιδρούσαν σε μια σειρά από αποσπάσματα κινηματογραφικών ταινιών (λυπητερά, αηδιαστικά, ουδέτερα κ.α.). Αποδείχτηκε ότι ήταν ευκολότερο στους ηλικιωμένους να βλέπουν με θετικό μάτι τις αρνητικές σκηνές, αξιοποιώντας έτσι τις εμπειρίες και τα «μαθήματα» που είχαν αποκομίσει από την προηγούμενη ζωή τους.
Αντίθετα, οι νεότεροι (άνω των 20 και άνω των 40 ετών) ήσαν ικανότεροι να νιώθουν λιγότερη ενσυναίσθηση και να αποσπούν την προσοχή τους (να «αποσυντονίζονται") σε σχέση με όσα αρνητικά έβλεπαν. Αυτή η ψυχική «απόσπαση» και αποστασιοποίηση βασίζεται σε εγκεφαλικές λειτουργίες (μνήμη, σχεδιασμός, έλεγχος ορμών), που εξασθενούν με το πέρασμα του χρόνου.
Σε μια παρόμοια μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό γνωσιακής νευροεπιστήμης «Social Cognitive and Affective Neuroscience», ερευνητές από το ίδιο αμερικανικό πανεπιστήμιο, υπό τον δρα Μπένζαμιν Σάιντερ, χρησιμοποίησαν παρεμφερείς μεθόδους για να μελετήσουν την ευαισθησία στη λύπη ανθρώπων διαφορετικών ηλικιών. Συνολικά 222 υγιείς εθελοντές, χωρισμένοι επίσης σε τρεις ηλικιακές ομάδες (άνω των 20, 40 και 60 ετών), κλήθηκαν να παρακολουθήσουν συναισθηματικά φορτισμένα αποσπάσματα κινηματογραφικών ταινιών, ενώ ηλεκτρόδια συνδεμένα στον εγκέφαλό τους κατέγραφαν τις αντιδράσεις τους.

Οι γηραιότεροι έδειξαν να αισθάνονται γενικά μεγαλύτερη λύπη σε σχέση με τους νεότερους. Όπως δήλωσε ο Σάιντερ, όσο περνάνε τα χρόνια, οι άνθρωποι βλέπουν τα πράγματα με άλλα μάτια και εστιάζουν περισσότερο στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Γίνονται, έτσι, πιο ευαισθητοποιημένοι στη λύπη και μπορούν να συναισθανθούν και να μοιραστούν καλύτερα τα προβλήματα των άλλων.
Όπως τόνισε ο Λέβενσον, αντίθετα με τη διαδεδομένη αντίληψη, η αυξημένη ευαισθητοποίηση των ηλικιωμένων δεν αυξάνει τον κίνδυνο για κατάθλιψη, αλλά μάλλον αποτελεί σημάδι μεγαλύτερης ψυχικής υγείας, καθώς οι άνθρωποι, που έχουν νιώσει διάφορες απώλειες στην προσωπική ζωή τους, είναι πιο ικανοί στη συνέχεια να συναισθανθούν τους άλλους και να τους προσφέρουν ανακούφιση.



www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

Έμφραγμα μπορεί να προκαλέσει η ανασφάλεια

Οι άνθρωποι που είναι ανασφαλείς στις σχέσεις τους και φοβούνται την απόρριψη από τους άλλους, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο να πάθουν έμφραγμα, εγκεφαλικό και γενικότερα να εμφανίσουν καρδιοαγγειακά προβλήματα, σύμφωνα με νέα καναδική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου «Ακάντια» της Νόβα Σκότια, σε έρευνα που παρουσίασαν στο περιοδικό “Health Psychology” (Ψυχολογία Υγείας) του Αμερικανικού Ψυχολογικού Συλλόγου, αναφέρουν ότι ανέλυσαν τις περιπτώσεις 5.645 ατόμων ηλικίας 18 έως 60 ετών, συνδέοντας τις χρόνιες παθήσεις τους με το βαθμό ανασφάλειας και φοβίας τους.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι όσοι αισθάνονται πιο ασφαλείς ψυχικά (νιώθουν άνετα με τους γύρω τους και δεν διστάζουν να τους πλησιάσουν), έχουν μικρότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρδιαγγειακά προβλήματα. Αντίθετα, όσοι είναι ανασφαλείς (έχουν φοβίες και αμφιβολίες για τους άλλους, αποφεύγουν να τους πλησιάσουν και να τους «ανοιχτούν"), αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για έμφραγμα, εγκεφαλικό, καθώς επίσης για αρθρίτιδα, πονοκεφάλους και άλλους χρόνιους πόνους.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι ανασφαλείς άνθρωποι είναι πιο αγχωμένοι και αυτό τους οδηγεί συχνά να καπνίζουν και να πίνουν περισσότερο, με συνέπεια να προσθέτουν νέους παράγοντες κινδύνου για την υγεία τους. Επίσης, οι ανασφαλείς άνθρωποι αποφεύγουν περισσότερο τις επισκέψεις σε γιατρούς, δίνουν λιγότερη σημασία στις συμβουλές τους και, γενικότερα, αλλάζουν πιο δύσκολα το στιλ ζωής τους.

http://www.kathimerini.gr/ με πληροφορίες ΑΠΕ-ΜΠΕ